-
1 αφανισις
1) исчезновение(τοῦ Ἀριστέω Her.; Ἡρακλέους ἐν Οἴτῃ Arst.)
2) прекращение, конец(πάντων λόγων Plat.)
3) уничтожение, отмена(τῆς δίκης Arph.)
1 αφανισις
(τοῦ Ἀριστέω Her.; Ἡρακλέους ἐν Οἴτῃ Arst.)
(πάντων λόγων Plat.)
(τῆς δίκης Arph.)